- ληξιπρόθεσμος
- -η, -οαυτός τού οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- τού λήγω, πρβλ. λήξη) + -πρόθεσμος (πρβλ. εκ-πρόθεσμος, μακρο-πρόθεσμος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.